- διῆρες
- διήρηςdoublemasc/fem voc sgδιήρηςdoubleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διήρης — Πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας που είχε δύο επάλληλες σειρές κουπιών στην κάθε πλευρά του. Η εφεύρεση της δ. υπήρξε αποτέλεσμα της προσπάθειας για αύξηση της ταχύτητας των πολεμικών πλοίων με κουπιά, χωρίς να αυξηθεί το μήκος του σκάφους πέρα από … Dictionary of Greek
DISTEGA — aedificia sunt duo tecta seu contignationes habentia, Graece δίςτεγα, sicut τρίςτεγα, quae ternis contignationibus constabant: ςτέγη enim tectum est. Cuiusmodi διςτεγίας in scena quoque memorat Scalig. Poetic. l. 1. c. 21. Scenarum quoque facies… … Hofmann J. Lexicon universale